- αποθηρίωσις
- ἀποθηρίωσις, η (Α)1. η μεταμόρφωση κάποιου σε θηρίο2. το να εξαγριωθεί κάποιος, να οργιστεί πάρα πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποθηρίωσιν — ἀποθηρίωσις changing into a wild beast fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηριώσῃ — ἀποθηριώσηι , ἀποθηρίωσις changing into a wild beast fem dat sg (epic) ἀποθηριόω change into a beast aor subj mid 2nd sg ἀποθηριόω change into a beast aor subj act 3rd sg ἀποθηριόω change into a beast fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποθηριώσῃ , ἀποθηριόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)